ζευγίζω

ζευγίζω
ζευγίζω,
A yoke in pairs, unite, in [voice] Pass., PGrenf.1.1.1(ii B.C.), LXX 1 Ma.1.15,Aq.Nu.25.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζευγίζω — yoke in pairs pres subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγίζω — (Α) [ζεύγος] συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω …   Dictionary of Greek

  • ζευγίσω — ζευγίζω yoke in pairs aor subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs fut ind act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζευγίσμεθα — ζευγίζω yoke in pairs plup ind mp 1st pl ζευγίζω yoke in pairs perf ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζευγίσθησαν — ζευγίζω yoke in pairs aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”